- νεορρύφητος
- νεο-ρρύφητος [pron. full] [ῠ], ον,A having lately taken liquid nourishment, Hp.Acut.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεορρύφητος — νεορρύφητος, ον (Α) αυτός που έλαβε υγρή τροφή πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ῥυφῶ, ιων. τ. τού ροφώ «ρουφώ»] … Dictionary of Greek
νεορρόφητος — νεορρόφητος, ον (Α), βλ. νεορρύφητος* … Dictionary of Greek